- κοιτώνιον
- κοιτώνιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιτώνιον — κοιτώνιον, τὸ (Α) [κοιτών] μικρό υπνοδωμάτιο … Dictionary of Greek
κοιτωνιάρχης — κοιτωνιάρχης, ὁ (Μ) θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτώνιον + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. δαιμονι άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek